Μες το νερό κοιτάζω τους αντικατοπτρισμούς
Χρώματα φθινοπωρινά, κόρη του καλοκαιριού
Κι όσο παλιώνει ο χρόνος
Ο χειμώνας όλο και σιμώνει1
Στέκομαι στην καταχνιά
Παρακολουθώντας τα κυματάκια σαν θύελλες πάνω στα δικά μου2
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι σε χρειάζομαι
Ως τη στιγμή που στέκομαι εδώ μόνος
Και μες το νερό ένα πρόσωπό τόσο θλιμμένο
Πνίγεται αργά, τόσο θλιμμένο πρόσωπο
Αν μπορούσα μονάχα ν' αλλάξω τις εποχές
Ως ποιητής, έχω κι εγώ τους λόγους μου
Άρχισε να χιονίζει στα μέσα του Ιούλη
Αναρωτιέσαι το γιατί;
Ποτέ δεν σε κατάλαβα
Στον γκρίζο ουρανό η θλίψη μου αιωρείται
Τις μέρες του καλοκαιριού πετάξαμε προς τον ήλιο
Με φτερά που λιώνουν
Αλλά οι εποχές πέρασαν γοργά
Και μας άφησαν πίσω τους, τυφλούς
Όταν όμως η πέτρα έπεσε μες το νερό
Βάζοντας ένα τέλος στην κόρη του καλοκαιριού
Κι εγώ, γυρνώ τη πλάτη ενθυμούμενος
Όλες τις εποχές, ένα πράγμα τόσο μελαγχολικό
Άρχισε να βρέχει ενώ ο ήλιος έλαμπε
Ξεκίνησε ο χειμώνας
Ποτέ δεν σε κατάλαβα
Στον γκρίζο ουρανό η θλίψη μου αιωρείται
Τις μέρες του καλοκαιριού πετάξαμε προς τον ήλιο
Με φτερά που λιώνουν
Αλλά οι εποχές πέρασαν γοργά
Και μας άφησαν πίσω τους, τυφλούς
1. Εδώ η μετάφραση κατά λέξη είναι: "Βλέπω τον χειμώνα στον ώμο μου". Το δείνει πολύ ποιητικά και νομίζω πως βλέπει τον χειμώνα να πλησιάζει σιγά σιγά πίσω στον ώμο του. Προσωποποίηση του χειμώνα εδώ.2. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι περιγράφει άλλη μία -πολύ μελαγχολική- εικόνα. Παρομοιάζει, κατά τη γνώμη μου, τα κυματάκια (ripples) με τις ρυτίδες του προσώπου του, γι' αυτό και "they[the ripples δηλαδή] grow on his own", πάνω στο πρόσωπό του δηλαδή. Παρατηρεί στον αντικατοπτρισμό ότι γερνάει σιγά σιγά.