[C. Bennington:]
Έχω κολλήσει σε αυτό το κρεβάτι που έφτιαξες,
μονάχος με ένα αίσθημα του να βυθίζομαι.
Διερεύνησα από τις λέξεις που είπες,
μέχρι τα ψέματα που έχεις κρατήσει.
Έχει γραφεί στο πρόσωπό σου,
το πώς όλα τα ψέματα κόβουν τόσο βαθιά.
Δεν μπορείς να χορτάσεις, παίρνεις
και παίρνεις και παίρνεις και ποτέ δεν λέγεις.
Όχι ! / Πρέπει να το βάλεις μέσα !
Το καταπιέζεις όμως. / Το καταπιέζεις όμως.
Όχι ! / Ποτέ δεν θα το βάλεις μέσα !
Καταπίεσέ το ! / Ας πέσει γενική συσκότιση, αίμα στο μάτι σου !
Εσύ λέγεις πως δεν φταις εσύ,
και ορκίζεσαι πως διαψεύδομαι.
Εσύ είπες πως δεν είναι αυτό που φαίνεται,
{δεν έχεις} καμιά τύψη για την εμπιστοσύνη που προδίδεις.
Εσύ τρέχεις αλλά τότε πέφτεις πίσω,
υπόφερε το σαματά που προκαλείς.
Δεν μπορείς να χορτάσεις, παίρνεις,
και παίρνεις και παίρνεις και παίρνεις και παίρνεις.
Γαμώτο !
Με ακούς ;
Όχι ! / Πρέπει να το βάλεις μέσα !
Το καταπιέζεις όμως. / Το καταπιέζεις όμως.
Όχι ! / Ποτέ δεν θα το βάλεις μέσα !
Καταπίεσέ το ! / Ας πέσει γενική συσκότιση, αίμα στο μάτι σου !
Όχι ! / Πρέπει να το βάλεις μέσα !
Το καταπιέζεις όμως. / Το καταπιέζεις όμως.
Όχι ! / Ποτέ δεν θα το βάλεις μέσα !
Καταπίεσέ το ! / Ας πέσει γενική συσκότιση, αίμα στο μάτι σου !
[M. Shinoda:]
Με το να βυθιζόμαστε, καθώς τα χρώματα γεμίζουν το φως,
ατενίζουμε από το έδαφος σε πεδιάδες "άσπρων χαρτιών".
Και καθώς αναδυόμαστε, μας προσπερνάς στη νύχτα.
Με ένα μέλλον να κοιτάζει ένα παρελθόν που να διαγράψει.
Οπότε κατέβα, πολύ κάτω.
Έχουμε αναμείνει να συλλέξουμε τα πράγματα που ξέρεις.
Κατέβα, πολύ κάτω.
Έχουμε αναμείνει να συλλέξουμε ό,τι έχεις αφήσει.
[κοινώς:]
Κατέβα, ω.
Κατέβα, ω.
Κατέβα.
Κατέβα, ω.
Κατέβα, ω.