Ανέτειλε κι απόψε το φεγγάρι
πνιγμένο μέσα σ’ ένα χρώμα κατακόκκινο και θολό,
Ο Αποσπερίτης δεν φαίνεται, έχει θαμπώσει,
η αιχμή του κονταριού έχει σπάσει.
Τι ωροσκόπιο μπορείς να βγάλεις απόψε, Μάγε;
Εγώ ο Φιλομάθειος (Filemazio)1 , αρχίατρος, μαθηματικός, αστρονόμος, μπορεί και σοφός,
που κατάντησα σαν τον τυφλό να πασπατεύω τριγύρω,
δεν έχω τη γνώση ή το θάρρος
για να κάνω αυτό το ωροσκόπιο, για να βγάλω χρησμό,
κι έτσι μένω εδώ περιμένοντας να ξανάρθει η μέρα
και πρέπει να πω, πρέπει να πω ότι ίσως είμαι πολύ γέρος για να καταλάβω,
ότι έχασα το νου μου ποιος ξέρει σε ποια κατάχρηση ή αδράνεια,
όμως αλλάζουν τ’ άστρα τις νύχτες της ισημερίας.
Ή μπορεί εγώ, μπορεί εγώ να υποτιμώ τούτον τον νέο θεό.
Το διαβάζω μέσα μου και στα σημάδια ότι κάτι αλλάζει,
αλλά είναι ένας αδύναμος οιωνός που δεν λέει το πώς και το πότε...
Πήγαινα προχθές το βράδυ, σχεδόν ασυναίσθητα,
κάτω, προς το λιμάνι του Βοσφορείου (Βοσπόρου) , εκεί όπου χάνεται
η ξηρά μέσα στη θάλασσα, μέχρι που δεν φαίνεται πια
κι έπειτα ξαναγίνεται ξηρά και δεν είναι δύση:
τι τη νοιάζει αυτή τη θάλασσα εάν υπάρχουν Πράσινοι και Βένετοι;
Άκουγα τα πρόστυχα τραγούδια των μεθυσμένων,
ανθρώπων με το βλέμμα φτιασιδωμένο και άδειο...
ιππόδρομος, μπουρδέλο και στρατιώτες από το Βορρά,
Ρωμαίοι και Έλληνες ουρλιάξτε πού έχετε πάει...
Άκουγα βρισιές στα Αλαμάνικα και στα Γοτθικά...
Πόλη παράξενη, πόλη περίεργη ενός αυτοκράτορα παντρεμένου με μια πόρνη,
με αναρίθμητη πλέμπα, με λαβυρίνθους και με ασέβεια,
με βαρβάρους που ίσως γνωρίζουν κιόλας την αλήθεια,
με φιλόσοφους και εταίρες, μετέωρη ανάμεσα σε δυο κόσμους και σε δύο εποχές...
Η τύχη και η ηλικία έχουν αποφασίσει για μια μέρα όχι και πολύ μακρινή,
η το πεπρωμένο θα ζητούσε να διαλέξει το χέρι μου, αλλά...
To Βυζάντιο είναι ίσως μόνο ένα σύμβολο ανεξερεύνητο,
μυστικό και διφορούμενο όπως αυτή η ζωή,
το Βυζάντιο είναι ένας μύθος που δεν μου είναι συνηθισμένος,
το Βυζάντιο είναι ένα όνειρο ατελές,
το Βυζάντιο ίσως δεν υπήρξε ποτέ
και που το αγνοώ ακόμη και έχει περάσει άλλη μία νύχτα,
ο Αυγερινός3 έχει ήδη ανατείλει και άρχισε λιγάκι να φυσάει,
κάνει κρύο πάνω στις πολεμίστρες ή η εποχή μου είναι άρρωστη,
συγχέω τη ζωή με τον θάνατο και δεν ξέρω ποια έχει περάσει...
καλύπτω με το μανδύα το κεφάλι μου και πια δεν αισθάνομαι τίποτα,
και αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι...