Καλά πάτησα σε μια χιονοστιβάδα,
κάλυψε την ψυχή μου,
όταν δεν είμαι ο καμπούρης που βλέπεις,
κοιμάμαι κάτ' απ' τον χρυσό λόφο.
Εσύ που θες να κατακτήσεις τον πόνο,
θα πρέπει να μάθεις, να μάθεις να μ'υπηρετείς καλά.
Σκουντάς το πλευρό μου κατά λάθος
καθώς απομακρύνεσαι για το χρυσό σου.
Ο σακάτης εδώ που ντύνεις και ταΐζεις
δεν είναι ούτε πεινασμένος ούτε παγωμένος,
δεν ζητάει την συντροφιά σου,
όχι στο κέντρο, στο κέντρο του κόσμου.
Όταν είμαι πάνω σ'ένα βάθρο,
δεν μ' ανέβασες εσύ εκεί.
Οι νόμοι σου δεν μ' υποχρεώνουν
να γονατίσω γκροτέσκος και γυμνός.
Εγώ ο ίδιος είμαι το βάθρο
για αυτή την άθλια καμπούρα που κοιτάς.
Εσύ που 'πιθυμείς να κατακτήσεις τον πόνο,
πρέπει να μάθεις τι με κάνει ευγενή,
τα ψίχουλα αγάπης που μου προσφέρεις,
είναι τα ψίχουλα που'χω αφήσει πίσω.
Ο πόνος σου δεν είναι διαπιστευτήριο εδώ,
είναι μόνο η σκιά, σκιά της πληγής μου.
Άρχισα να σ'αποθυμώ,
εγώ που δεν έχω καμιά απληστία,
άρχίσα να σ'αποζητώ,
εγώ που δεν έχω καμιά ανάγκη.
Λές πως απομακρύνθηκες από μένα,
αλλά μπορώ να σε νιώσω σαν ανασαίνεις.
Μην ντύνεσαι μ'αυτά τα κουρέλια για μένα,
ξέρω πως δεν είσαι φτωχή,
δεν μ 'αγαπάς και τόσο σφοδρα πια
όταν ξέρεις πως δεν είσαι βέβαιη,
είν' η σειρά σου, αγαπημένη,
είν' η σάρκα σου που φοράω.