Τὰ κύματα τῆς θάλασσας
μοῦ τό ῾πανε
αὐτὴ ἡ νύχτα μένει,
γιὰ αὔριο ποιὸς ξέρει.
Ἔλα πουλί μου νὰ πᾶμε στὴν Πέραμο,
στὴν Ἀρζεντίνα νὰ βρεθοῦμε,
φωτιὲς νὰ δοῦν τὰ πέλαγα,
πὼ πὼ χαρὲς τ᾿ ἀστέρια.
Κι ὁ ζῶν-νεκρὸς τῆς μνήμης μας
μιὰ πτήση στὸν αἰθέρα,
στὸ χάος καὶ στὸ ὄνειρο,
ἀπελπισιὰ χορτάτος.