Όταν μένω μόνος, συχνά σκέφτομαι
ένα παλιό σπίτι στον λόφο
μια μεγάλη αυλή περιφραγμένη από τριανταφυλλιές
Εκεί που μπορούσαμε να τρέχουμε και να παίζουμε όποτε θέλαμε
Και όταν το σούρουπο πια γυρνούσαμε σπίτι
σιωπώντας την χαρούμενη βαβούρα μας
Η μάνα θα κοιτούσε τριγύρω και θα ρωτούσε:
"Μπήκαν όλα τα παιδιά;"
Λοιπόν, έχουν περάσει χρόνια και χρονάκια
Και το παλιό σπίτι στον λόφο
Δεν έχει πια την φροντίδα της μάνας μου
Και η αυλή έχει μείνει ακίνητη και απονεκρωμένη
Όμως αν αφουγκραστώ , τα ακούω όλα
Και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια
μου φαίνεται οτι ακούω την μάνα μου να ρωτά:
"Μπήκαν όλα τα παιδιά;"
Και αναρωτιέμαι όταν πέσει η αυλαία
Εκείνη την τελευταία μέρα επι γης
όταν θα πούμε το αντίο σε όλα αυτά
στον πόνο μας , στο έργο μας και στα παιχνίδια μας
όταν θα πατήσουμε στην αντίπερα όχθη
εκει που η μάνα μένει τόσο καιρό
Άραγε θα την ακούσουμε να ρωτά για τελευταία φορα:
"Μπήκαν όλα τα παιδιά;" (Έρχομαι)