Πηγαίνει με τη λύπη,
αυτή η ποινή τού ανήκει,
να τρέχει και να τρέχει
στης πόλης τα στενά,
με τον φόβο για ματιά,
την ανάγκη για καρδιά,
κι όλο απόκληρος γυρίζει,
ζωή χωρίς χαρτιά.
Στις πόλεις του ονείρου
ήρθε να βρει δουλειά
κι αφήνει τη ζωή
στην απέναντι στεριά.
Μια γραμμή είναι μαβιά
πάνω στη θάλασσα,
ζωή - λαθρεπιβάτης,
στου κόσμου τα βαθιά.
Στίς πατρίδες είναι ξένος
και στα ξένα είναι ξένος,
ένας χάρτης ανοιγμένος
στην καινούργια ξενιτιά.
Πηγαίνει με τη λύπη,
αυτή η ποινή τού ανήκει,
να μένει και να μένει
σε μια κουβέρτα γη,
σπίτι του είναι μια πληγή
μέσ’ στης πόλης το κορμί,
κι όλο απόκληρος γυρίζει,
του νόμου είναι η ρωγμή.