Ανοίγεις τα μάτια˙ ανακάθεσαι λίγο
στο κρεβάτι, που είναι η δεμένη σου βάρκα.
Το μυαλό προσπαθεί να νικήσει τον ύπνο.
Καλώς ήρθες και πάλι στον αγώνα, μπαμπάκα!
Με κόπο σηκώνεσαι, τραβάς την κουρτίνα˙
τα φωτόνια τρέχουν και μ’ αγάπη σ’ αγγίζουν,
μα δεν το προσέχεις, γιατί ακούς
τα κόκκαλά σου να τρίζουν.
Καλλωπίζεις το σώμα, που όσο πάει και χαλάει,
και στριμώχνεις το χέρι σε μια κάλπικη βέρα.
Ξάφνου, η ρόδινη πλευρά της ζωής
σαν ψωμάκι πετιέται απ’ τη φρυγανιέρα.
Δεν το ξεχνάς˙θα βάλεις στην τσάντα
το χαμόγελο εκείνο που σκοτώνει,
να το φορέσεις, πριν ανοίξεις την πόρτα
της δουλειάς, που σε θέλουνε πιόνι.
Κατεβαίνεις στο δρόμο και σε πιάνει τρομάρα˙
ένα ποτάμι στη θέση του κυλάει λυπημένα.
Στην απέναντι όχθη μεθυσμένες παρέες
τραγουδάν το «A casa d’ Irene» για σένα.
Στη χλόη αραχνοΰφαντοι γέροι
παίζουν πρέφα με αστείρευτο πάθος.
Τον πατέρα σου κάποια στιγμή ξεχωρίζεις,
μα μπορεί και να ’κανες λάθος.
Τοτέμ αυτοκίνητα, βυθισμένα στη λάσπη,
σκουριά ξερνάνε με μπόλικο θράσος,
ενώ τα σκυλιά που παρασύραν στο δρόμο,
γίνανε λύκοι κι ουρλιάζουν στο δάσος.
Να λύσεις τη βάρκα, στο νερό να τη σπρώξεις
και λάμνοντας φύγε, μη γυρνάς το κεφάλι.
Μόλις τελειώσει το «A casa d’ Irene»,
το ποτάμι θα γίνει άσφαλτος πάλι.