Σκαρφάλωσα με δύναμη σε κάβο σαπισμένο
που ο άνεμος τον έκοψε, μας έβγαλε στα βράχια.
Ένα πακέτο πέταξα σέρτικα στον πνιγμένο
που παίζει ζάρια και χαρτιά και όλο χάνει τάχα.
Βρίζω που λες το χρόνο μου που είναι όλο καρτέρια,
που σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια.
Η μια της άκρη στο κενό, η άλλη από τα ρέλια
η μια της άκρη στο βυθό, η άλλη ως τα αστέρια.