Aνέβηκα στην πιπεριά,
μαυρομάτα και ξανθιά,
για να κόψω ένα πιπέρι,
συ είσαι το γλυκό μου ταίρι.
Bλέπω μια κόρη κι άλλαζε
και την καρδιά μου τάραζε
και μου λέει μη φοβάσαι
βάλ' το χέρι σου και πιάσε.
Tην τσίμπησα μες στο λαιμό,
σκούζει, φωνάζει, όχι εδώ
και μου λέει παρακάτω
από το λαιμό πιο κάτω
Tην τσίμπησα στα δυο βυζιά,
σκούζει, φωνάζει κερατά
και μου λέει παρακάτω
απ' τα δυο βυζιά πιο κάτω.
Tην τσίμπησα στον αφαλό,
σκούζει, φωνάζει, ούτε 'δω
και μου λέει παρακάτω
απ' τον αφαλό πιο κάτω
Tην τσίμπησα στα γόνατα
φωνές και ξελιγώματα
και μου λέει παραπάνω
απ' τα γόνατα πιο πάνω
Σκύβω κι ο μαύρος τι να δω
να ρεματάκι δροσερό
γύρω γύρω είχε βούρλα
και στη μέση μια βρυσούλα
Ήτανε και κατηφόρα
έβαλα και λίγη φόρα,
πέφτει σκούζει απ' τη χαρά της
και την άκουσε ο μπαμπάς της
Tι έχεις κόρη μ' κι είσαι κάτου
κι είν' τα πόδια σου στ' αφτιά τ'
μέγας πόνος μ' έχει πιάσει
και με τρίβει να περάσει.