Ο Αντρέας εχάθη, εχάθη, δεν μπορεί να γυρίσει
o Αντρέας εχάθη, εχάθη, δεν μπορεί να γυρίσει.
Ο Αντρέας κρατούσε, κρατούσε εραστή, τον Μαυροσγούρον
o Αντρέας κρατούσε, κρατούσε καημό, τον Μαυροσγούρον.
Κι ήταν γραπτό σε χαρτί « Χαμένος στο πλάι της σημαίας »
γραμμένο χαρτί με χρυσή υπογραφή ενός βασιλιά.
Πολυβόλο στα όρη Γιάννενα γύρο, τ’ έχει θερίσει.
Πολυβόλο στα όρη Γιάννενα γύρο, τ’ έχει θερίσει.
Μάτια σαν δάσος, βασιλίου χωριάτης, φραντσέσικη μύτη
μάτια σαν δάσος, βασιλίου στρατιώτης, φραντσέσικη μύτη.
Έχασε ο Αντρέας, έχασε τ’ έρωτα, τ’ολοσπάνιο χρυσάφι
ο Αντρέας μιά λύπη στο στόμα κρατάει, τ’ολομάυρο χρυσάφι
Και πηγάδας στο πλάι τα γιούλια, γιούλια μάζευε ο Αντρέας
και μαύρα μπουκλάκια στον κύκλο νερού έριχν’ο Αντρέας.
Και του ‘πε ο κουβάς, « Κύρ είναι βαθύ, βαθύ το πηγάδι
κι ‘ναι μαύρο πολύ μαύρο σαν μάτι της Νύχτας Δακρύων ».
Και του είπεν αυτός, « Αρκετά αν ειναι βαθύ, από με’ πιο βαθύ ».
Και του είπεν αυτός, « Αρκετά αν ειναι βαθύ, από με’ πιο βαθύ ».