Ούτε σ’ ακούμπησα και θέλεις να σ’ αφήσω
τρελή διπρόσωπη μάνα γλυκιά μου ξένη
ούτε σ’ ακούμπησα και θέλεις να γυρίσω
σ’ αυτή την κρύα αγκαλιά που περιμένει
Δες πως χειρούργησα του νου τις υποψίες
κι ανταγωνίζομαι το σώμα που με ντύνει
δεν επιτρέπω στην καρδιά μου φλυαρίες
και πολεμάω την αλήθεια που με φτύνει
Υστερικό το αίσθημα με βιάζει
κι είναι το χρώμα μου με θειάφι αδερφωμένο
κρυμμένη σ’ ένα κόσμο που μου μοιάζει
ολόστεγνη σε βλέμμα βουρκωμένο
Μάνα τρελή μαιτρέσσα των φονιάδων
σα παροιμία με αποφθέγματα στοιχειώνεις
πλένεις τις φλέβες σου με αίμα σατανάδων
και με το θάνατο μου δρας και αναβιώνεις
Σε διαδήλωση βουβή τα αιτήματά μου
περνούν σειρά από τη χρονοϊεραρχία
σε αντισφαίρα διακυρήττω το όραμά μου
διαβατήριο για την αυτοκτονία
Στασίδια αντικριστά οι αμαρτίες μου
ανάπαυλες γραμμάτια σκισμένα
μια ανάσα μόνο στις ολονυχτίες μου
στου κόσμου τ’ αυστηρά διεστραμμένα
Κλεφτάρισσες αχνόφεγγες λατρείες μου
μοίρες κακές σε γλέντι ξεχασμένων
διαβαίνοντας τις σκοτεινές λυχνίες μου
φωτίζεται σε βλέμμα πεθαμένων
Βαφτίσια με απρόσωπα ονόματα
συνθήματα και ανίατες προλήψεις
κουφάρια με προστάτες αντισώματα
και φανφαρόνες στείρες αντιλήψεις
Αγάπη είναι η λέξη και κρατάει
στους κόλπους της το νόημα κρυμμένο
βγαίνει αυτή μπροστά και τραγουδάει
κι είναι το φάλτσο της με γλύκα μπολιασμένο
Αναλαμπή στεγάστρα των θαυμάτων
λειτουργική μετέωρη μαγεία
λυπήσου τη μιζέρια των πραγμάτων
και δώσε την κρυμμένη τους αξία.