Προχωρούσε το ανθρώπινο φίδι αργά
τη μεγάλη τη νύχτα να πάρει
και του μάταιου το γέλιο ακουγόταν ξανά
πότε φάντασμα,πότε φεγγάρι.
Υποχωρούσε ο χρόνος,να κερδίζει ο νους
αιχμαλώτιζε ελπίδες η Μοίρα
και μετά μας κερνούσε πιο άγριους καιρούς
να γεμίζει απόγνωση η πείρα.
Πόσα λάβαρα έστησε αυτός ο χορός.
Πόσες νίκες γιορτάσανε ήττες.
Πόσο γρήγορα γύρισε αυτός ο τροχός
και προλάβαν τους μύθους οι γύπες.
Να ανεβάζει τις πέτρες ψηλά στο βουνό
και μετά να γυρνάν,να τον τρέχουν
Προμηθέας Δεσμώτης με νάνο εαυτό
τα όρια του να μην τον αντέχουν.
Καρφωμένα τα πόδια του πάνω στη γη
κι όσο ζει το στερέωμα βλέπει
και μια μνήμη παλιά να του γίνεται ορμή
πως αυτή η ζωή δεν του πρέπει.