Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν,
τα ματόκλαδά μας λιώναν σαν κοιτιόμασταν.
Στ' ακροδάχτυλα αγγιζόμαστε και τρέμαμε
και χαμήλωναν κοντά μας κι οι ουρανοί.
Και ποθούσα και ποθούσες να πεθαίναμε
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.
Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν,
και τα χείλη μας ματώναν σαν φιλιόμασταν.
Στις κρυφές γωνιές τον έρωτα μαθαίναμε
κι όσα ήτανε τα λάθη ήταν κι οι λυγμοί.
Τη στιγμή εκείνη, Θεέ μου, να πεθαίναμε,
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.