Ω, πού ήσουν, γιε μου με τα γαλάζια μάτια;
Ω, πού ήσουν, γλυκιά μου νεαρή;
Σκόνταψα στη μεριά δώδεκα καταχνιασμένων βουνών
Περπάτησα και μπουσούλησα σε έξι στραβές εθνικές οδούς
Πάτησα το πόδι μου στη μέση εφτά στενάχωρων δασών
Βρέθηκα μπροστά σε δώδεκα νεκρούς ωκεανούς
Προχώρησα δέκα χιλιάδες μίλια στο στόμα ενός κοιμητηρίου
Και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά
Είναι βαριά η βροχή που θα πέσει
Ω, τι είδες, γιε μου με τα γαλάζια μάτια;
Ω, τι είδες, γλυκιά μου νεαρή;
Είδα ένα νεογέννητο μωρό με άγριους λύκους παντού τριγύρω του
Είδα μια εθνική οδό από διαμάντια αλλά κανέναν εκεί
Είδα ένα μαύρο κλαδί με αίμα που συνέχιζε να στάζει
Είδα ένα δωμάτιο γεμάτο άντρες με τα σφυριά τους να ματώνουν
Είδα μια λευκή σκάλα καλυμμένη με νερό
Είδα δέκα χιλιάδες ανθρώπους που μόνο ξέρουν να μιλάνε και τις γλώσσες τους σπασμένες
Είδα όπλα και αιχμηρά ξίφη στα χέρια νεαρών παιδιών
Και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά
Είναι βαριά η βροχή που θα πέσει
Και τι άκουσες, γιε μου με τα γαλάζια μάτια;
Και τι άκουσες, γλυκιά μου νεαρή;
Άκουσα τον ήχο ενός μπουμπουνητού, ούρλιαξε μια προειδοποίηση
Άκουσα το βρυχηθμό ενός κύματος που θα μπορούσε να πνίξει ολόκληρο τον κόσμο
Άκουσα εκατό ντράμερ που τα χέρια τους φλεγόντουσαν
Άκουσα δέκα χιλιάδες να ψιθυρίζουν και κανέναν να ακούει
Άκουσα ένα άτομο να πεινάει, άκουσα πολλούς ανθρώπους να γελάνε
Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε στο ρείθρο
Άκουσα τον ήχο ενός κλόουν που έκλαιγε στο στενό
Και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά
Είναι βαριά η βροχή που θα πέσει
Ω, ποιον συνάντησες, γιε μου με τα γαλάζια μάτια;
Ποιον συνάντησες, γλυκιά νεαρή μου;
Συνάντησα ένα νεαρό παιδί δίπλα σε ένα νεκρό πόνι
Συνάντησα έναν λευκό άντρα που πήγαινε βόλτα ένα μαύρο σκυλί
Συνάντησα μια νεαρή γυναίκα της οποίας το σώμα καιγόταν
Συνάντησα ένα νεαρό κορίτσι, μου έδωσε ένα ουράνιο τόξο
Συνάντησα κι άλλον άντρα που ήταν τραυματισμένος με μίσος
Και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά
Είναι βαριά η βροχή που θα πέσει
Ω, τι θα κάνεις τώρα, γιε μου με τα γαλάζια μάτια;
Ω, τι θα κάνεις τώρα, γλυκιά νεαρή μου;
Εγώ πάω πίσω πριν αρχίσει να πέφτει η βροχή
Θα περπατήσω στα βάθη του πιο βαθιού μαύρου δάσους
Όπου οι άνθρωποι είναι πολλοί και τα χέρια τους είναι όλα άδεια
Όπου τα σφαιρίδια από δηλητήριο πλημμυρίζουν τα νερά τους
Όπου το σπίτι στην κοιλάδα συναντά την υγρή βρώμικη φυλακή
Όπου το πρόσωπο του εκτελεστή είναι πάντα καλά κρυμμένο
Όπου η πείνα είναι άσχημη, όπου οι ψυχές είναι ξεχασμένες
Όπου μαύρο είναι το χρώμα, όπου κανείς είναι ο αριθμός
Και θα το πω και θα το εκφράσω και θα το σκεφτώ και θα το ανασάνω
Και θα το αντανακλάσω από το βουνό ώστε να μπορούν όλες οι ψυχές να το δουν
Μετά θα σταθώ στον ωκεανό μέχρι να αρχίσω να βυθίζομαι
Αλλά θα ξέρω το τραγούδι μου πολύ καλά πριν ξεκινήσω να τραγουδώ
Και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά, και είναι βαριά
Είναι βαριά η βροχή που θα πέσει