Τριγύρω είχε κτίρια κι οι άνθρωποι είχαν ώρες,
στα χέρια τα χειρόφρενα ν’ ανέβουν ανηφόρες
Τετάρτη ή Παρασκευή, εικόνα γκρίζα και στραβή
τα πάντα έχουν όνομα κι αν θέλω τα φωνάζω,
μ’ αφού στο νου μου υψώνονται την ύλη τους ρεμβάζω
Τετάρτη άνοιξε ο καιρός, σκουπίδια γύρω μου σορός
Αλλά δειλά δειλά κοιτώντας μέσα απ’ τα θολά τα οπτικά μου κέντρα
είδα έναν άνθρωπο ψηλό, σαν Αϊ Γιάννη σαν τρελό που ασβέστωνε δυο δέντρα
Στο καροτσάκι του είχε εκτός απ’ τον κουβά
κι ένα παλιό τηλέφωνο που χτύπαγε βουβά
Τετάρτη στην δεξαμενή τους γνέφει ναι… χωρίς φωνή
Αχ, τάχατες τον φώναζαν κι απ’ άλλες συνοικίες,
να βάψει λέει εξάπαντος δυο δάφνες δυο ακακίες
Τετάρτη ή Παρασκευή, πριν λίγο που είχες κατεβεί