Απ’ το ραδιόφωνο ακούω δυνατά τζαζ ροκ
με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου
κι εσύ φρενάρεις, με κοιτάζεις και παθαίνω σοκ
κι εκτροχιάζομαι στη μέση εκεί του δρόμου.
Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ’ το τζάμι
δυόμισι η ώρα κι η νύχτα φωτεινή.
Μ’ έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί.
Στης Κηφισίας το φανάρι κάνω αριστερά
κι ενώ παλεύω μ’ όλες τις προκαταλήψεις
μες στον καθρέφτη μου τα δύο σου φώτα σταθερά
κάτι μου το `λεγε πως πίσω μου θα στρίψεις
Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ’ το τζάμι
τρεις παρά είκοσι κι η νύχτα φωτεινή.
Μ’ έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί
Στον Βασιλόπουλο ανάβεις ξαφνικά το φλας.
Η νύχτα παίζει τα παιχνίδια τα δικά της.
Είσαι αλληνής και φεύγεις, ούτε ξέρω που θα πάς.
Καλή σου νύχτα, φίλε, μες στην αγκαλιά της.