Ήλιος κόκκινος ζεστός στάθηκε στην κάμαρά μου.
Ξύπνησε όλη η πολιτεία κάτω απ’ τα παράθυρά μου.
Το παιδί πάει στο σχολειό του κι ο εργάτης στην δουλειά.
Πρωινά δυο μάτια ανοίγει όμορφη μια κοπελιά.
Ε, ε, Ήλιε, ήλιε, αρχηγέ,
δώσ’ το σύνθημα εσύ κι η χαρά θ΄αναστηθεί.
Ε, ε, το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψ' η χαραυγή.
Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό.
Να, ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό.
Μπρος στης φάμπρικας την πύλη ο εργάτης σταματά.
Όμορφη η μέρα γνέφει κι απ’ το ρούχο τον τραβά.
Ε, ε, σύντροφέ μου, αχ τι κακό,
μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ’ αφεντικό.
Σήκω ήλιε πιο ψηλά να σε δούνε τα παιδιά
δες χορεύει η κοπελιά με στεφάνι στα μαλλιά
τα παιδιά θα μεγαλώσουν θ’ αγαπούν την κοπελιά
κι όλα τότε θα `ν’ δικά μας: ήλιος, ουρανός, χαρά.
Ε, ε, Ήλιε, ήλιε, αρχηγέ,
δώσ’ το σύνθημα εσύ κι η χαρά θ΄αναστηθεί.
Ε, ε, το σκοτάδι θα πεθάνει κι θ' ανάψ' η χαραυγή.