Στις δύο Νοεμβρίου, κάθε χρόνο, συνήθεια είναι
το νεκροταφείο, για τους νεκρούς, να επισκεφτόμαστε.
Όλοι, αυτό το χρέος, έχουνε.
Όλοι, αυτή τη σκέψη πρέπει να τιμούν.
Ανελιπώς, αυτή τη μέρα, κάθε χρόνο,
αυτής της επετείου της στεναχώριας και της λύπης,
πηγαίνω εκεί, για να στολίσω με λουλούδια
το σπίτι το μαρμάρινο της θείας Βικεντίας.
Φέτος είχα μια περιπέτεια …
Αφού ολοκληρώθηκε αυτή η λυπητερή απόδοση τιμής.
Παρθένα μου! Να το σκεφτώ δεν είναι δυνατόν, τι φόβος!,
Μα ύστερα ξεθάρρεψα.
Τα γεγονότα είν’ αυτά, ακούστε τα:
Η ώρα του κλεισίματος πλησίαζε:
Εγώ, σιγά - σιγά, πήγαινα προς την έξοδο
ρίχνοντας, στους τάφους, μια ματιά εδώ κι εκεί.
«Εδώ αναπαύεται ο ευγενής μαρκήσιος
κύριος του Ροβίγκο καθώς και του Μπελούνο,
ήρωας τολμηρός πολλών κατορθωμάτων
που πέθανε στις 11 του Μάη το ’31»
Ο θυρεός με την κορώνα στην κορυφή …
… και από κάτω ένας σταυρός απ’ αναμμένες λάμπες.
Τρεις ανθοδέσμες τριαντάφυλλα δεμένες με κορδέλες πένθιμες:
Έξι καντήλες και κεριά μεγάλα και μικρά.
Δίπλ’ ακριβώς στον τάφο του σπουδαίου αυτού
ήταν ένας μικρός, άλλος, τάφος ασήμαντος,
όλο εγκατάλειψη, χωρίς λουλούδι ούτ’ ένα.
στολίδι του μοναδικό ένας μικρός σταυρός.
Και πάνω απ’ το σταυρό μόλις διαβάζονταν:
«Εσπόζιτο Τζενάρο - οδοκαθαριστής»:
Τι λύπη μου προκάλεσε αυτό που έβλεπα,
κακόμοιρος νεκρός, ούτε καντήλι αναμμένο!
Μα έτσι είναι η ζωή! Σκεφτόμουνα …
Κάποιοι δεν έχουν τίποτα και κάποιο άλλοι όλα τα παίρνουνε!
Αυτός ο κακομοίρης μήπως το περίμενε
πως και στον άλλο κόσμο θάτανε όπως και στον απάνω;
Καθώς αυτές οι σκέψεις μου περνούσανε απ’ το μυαλό,
νυχτώθηκα, ήτανε πια μεσάνυχτα,
μέσ’ στο νεκροταφείο έμεινα κλεισμένος,
μπρος στα καντήλια μοναχός και πεθαμένος απ’ το φόβο.
Τι είναι ετούτο, ξαφνικά, που φαίνετ’ εκεί πέρα;
Δύο σκιές με πλησιάζανε σιγά - σιγά …
Τι να ’ναι τούτα τα παράξενα, σκεφτόμουνα …
κοιμάμαι … ή να ’ναι φαντασία;
Μόνο η φαντασία μου δεν ήτανε. ήτανε ο Μαρκήσιος:
Με το ημίψηλο, με το μονόκλ και το μανδύα του.
ο άλλος δίπλα του, τι χάλι!
όλο βρωμιά, κρατώντας μοναχά μια σκούπα.
Αυτός, σίγουρα, ήτανε ο κυρ Τζενάρο …
ο πεθαμένος ο φτωχός … ο σκουπιδιάρης.
Μα όλα τούτα, εμένα φαίνονται να είναι μπερδεμένα:
Δεν είναι μήπως πεθαμένοι; Και πώς γυρίζουν τέτοια ώρα;
Τώρα πια είχαν φτάσει δίπλα μου,
όταν στα ξαφνικά σταμάτησ’ ο Μαρκήσιος,
γύρισε ήρεμα, αργά κι επιτιμητικά.
Είπε στον κυρ Τζενάρο: «Ε! Νεαρέ!»
«Θα ήθελα να μάθω από σας, σκουλήκι ελεεινό,
τι αποκοτιά ήταν αυτή και πώς τολμήσατε
να επιτρέψτε να σας θάψουνε, ω! τι ντροπή για μένα,
σ’ εμένα δίπλα που, πώς να το κάνουμε, είμαι ένας ευγενής!
Η τάξη είναι τάξη, και πρέπει να είναι σεβαστή,
μα εσείς κάθε όριο έχετε ξεπεράσει.
ναι, έπρεπε να σας θάψουνε και σας.
μα να σας θάψουν στα σκουπίδια!
Δεν είναι δυνατόν πια να υπομένω
τη βρωμερή σας παρουσία εδώ,
είν’ οπωσδήποτε ανάγκη να βρείτε άλλο τάφο
ανάμεσα στους όμοιούς σας, τον κόσμο το δικό σας.»
«Κύριε Μαρκήσιε, δεν φταίω εγώ,
δεν θα σας έκανα ποτέ παρόμοια προσβολή.
ετούτη τη βλακεία εδώ, την έκαν’ η γυναίκα μου,
τι να ’κανα εγώ που ήμουν πεθαμένος;
Αν ήμουν ζωντανός, αμέσως θα ’φευγα,
το κασελάκι μου, δυο κόκαλα έχει μοναχά, θα το ’περνα
και τώρα δα, ετούτη τη στιγμή,
θα πήγαινα να μπω μέσα σ’ ένα άλλο τάφο.»
«Τι περιμένεις, το λοιπόν, άχρηστε αναιδέστατε,
θέλεις να ξεπεράσει, ο θυμός μου, όλα τα όρια του;
Εάν δεν ήμουν ευγενής
Θα είχαμε έρθει τώρα δα στα χέρια!»
«Μα τι μας λες … ξέρεις αυτή τη βία τι να τηνε κάνεις …
Η αλήθεια είναι, Μαρκήσιε, πως μ’ έπρηξες
μ’ αυτά που λες. έτσι και χάσω την υπομονή,
πως πέθανα δεν θα θυμάμαι πια, θα δεις τι έχει να γίνει! …
Μα τι θαρρείς πως είσαι, ο Θεός;
Μέσα εδώ, κατάλαβέ το, είμαστε ίσοι! …
Νεκρός είσαι εσύ κι εγώ είμαι μια απ’ τα ίδια.
όπως σαν γεννηθήκαμε κι οι δυο, γυμνοί και όμοιοι.»
«Γουρούνι ελεεινό! … Πώς και τολμάς
να συγκριθείς μ’ εμέ, που η γέννα μου
ήταν ένδοξη και ευγενής και τέλεια,
που θα τη ζήλευαν και Πρίγκιπες Βασιλικοί;»
«Μα τι μου τσαμπουνάς εδώ, Χριστούγεννα, Πάσχα και Επιφάνεια!!!
Θες να το βάλεις στην κεφάλα σου … μέσ’ στο μυαλό σου
πως είσαι ακόμα άρρωστος από μεγάλη φαντασία; …
Το ξέρεις τι ’ναι ο θάνατος; … ένα αλφάδι.
Κι ο βασιλιάς κι ο δικαστής και κάθε άνθρωπος μεγάλος,
Από την ώρα που περνά ετούτη εδώ την πόρτα, όλα τελείωσαν,
όλα χαθήκανε, και η ζωή και τ’ όνομα κι οι τίτλοι:
ακόμα δε μπορείς να το χωνέψεις;
Γι’ αυτό, άκου τι θα σου πω … το δύσκολο μην κάνεις,
ανέξου με εδώ, δίπλα σου: τι έγινε στο κάτω-κάτω;
Αυτές τις γελοιότητες τις κάνουνε μόνο οι ζωντανοί:
Εμείς είμαστε σοβαροί …. Είμαστε πεθαμένοι!»