Έκανε κρύο και με κέρασε κονιάκ
πριν αρνηθώ το 'πια και μου 'καψε τη γλώσσα
άραγε πόσα είχα στο νου μου να του πω
δεν είπα τίποτα, δεν είπα τίποτα
κάθε παράθυρο ανάσαινε ψυχρά
τ'άδειο δωμάτιο το ζέσταινε μια φλόγα
κι όταν τα λόγια μου σωθήκαν ξαφνικά
ήρθαν τ'ανείπωτα, ήρθαν τ'ανείπωτα
κι αυτός μ'αγκάλιασε
με φίλησε με κοίταξε
και μίλησε
Να με λες λοχαγό έρωτα να στέκεσαι μπροστά μου προσοχή
να σκύβεις το κεφάλι να υψώνεις τη ψυχή
πριν ξεχυθώ στη μάχη να λες μια προσευχή
να ορκίζεσαι στης μάνας την ευχή
στο σπίτι και το κτήμα σε ονόματα, πατρίδες και σταυρούς
Και στους ωραίους λοχαγούς κυρίως σ'αυτούς
γιατί όταν χάνονται αυτοί είναι το κρίμα
γιατί όταν χάνονται αυτοί είναι το κρίμα
Έπεσ' η νύχτα και τον πήρε μακρυά
τ'άδειο δωμάτιο βυθίστηκε στο κρύο
άραγε πόσα είχα στο νου μου να του πω
δεν είπα τίποτα, δεν είπα τίποτα
μονάχα αντίο