Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.
Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
λησμονημένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.
Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.
Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.
Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.
Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.