Ξεφτίσανε οι άνθρωποι αδελφέ μου
που είναι εκείνοι, που `χαν μέσα τους ψυχή
που είναι εκείνοι, που μισούσανε το ψέμα
και που ο λόγος τους μετρούσε σαν σπαθί
Γίναν οι πίκρες μου βουνό
κι αναρωτιέμαι κι απορώ
έτσι όπως έγινε η ζωή
να ζεις κανείς ή να μην ζει
Τσακίστηκα στα δυο σαν το κλωνάρι
από ανθρώπους που τους νόμιζα σωστούς
κι όσο κι αν ψάξω δε θα βρω ούτε ένα χνάρι
από εκείνους του λεβέντες τους παλιούς
Γίναν οι πίκρες μου βουνό
κι αναρωτιέμαι κι απορώ
έτσι όπως έγινε η ζωή
να ζεις κανείς ή να μην ζει