Ήμουν 16 χρονών όταν πήγα στον πόλεμο,
για να πολεμήσω για ένα έδαφος που αρμόζει σε ήρωες
Με τον Θεό στο πλευρό μου, και με ένα όπλο στο χερι μου
ξοδευα τις μέρες μου περιμένοντας τη λήξη.
Και παρελασα και πολέμησα και μάτωσα
και πέθανα και ποτέ δεν κατάφερα να γεράσω
αλλά ήξερα εκείνη τη στιγμή πως ένας χρόνος στη μάχη
ήταν μία αρκετά γεμάτη ζωή για έναν στρατιώτη.
Είμασταν όλοι εθελοντές
και γράψαμε στις λίστες τα ονοματά μας
και προσθέσαμε 2 χρόνια στις ηλικίες μας
Είχαμε όρεξη για ζωή και είμασταν ετοιμοπόλεμοι
Έτοιμοι να γραφτούμε στι σελίδες της ιστορίας.
Kαι τσακωθήκαμε και πολεμήσαμε
και εξαθλιωθήκαμε μέχρι που σταθήκαμε όρθιοι,
10.000 πιασμένοι ώμο με ώμο.
Είχαμε μένος για τους Ούννους
Είμασταν βορά για τα όπλα, και αυτό
είσαι όταν είσαι στρατιώτης
Άκουσα τον φίλο μου να κλαίει
και έπεσε στα πόδια μου, καθώς έφτυνε αίμα
και ούρλιαζε για τη μητέρα του.
Και έπεσα στο πλάι του
και ξεψυχήσαμε
κρατώντας σφιχτά ο ένας τον άλλον σαν να είμασταν παιδιά
Και βρισκόμουν πεσμένος στη λάσπη
και στη κοιλιά του και το αίμα του
και δάκρυσα καθώς το σώμα του πάγωνε.
Και κάλεσα τη μαμά μου
αλλά ποτέ δεν ήρθε
παρόλο που δεν έφταιγα
και δεν ήμουν αυτός που έπρεπε να κατηγορηθεί.
Η μέρα δεν είχε καν τελειώσει
και 10.000 σφαγιάστηκαν, και τώρα πια
κανένας δεν θυμάται τα ονοματά μας...
Και έτσι γίνεται πάντα σε έναν στρατιώτη