Μια φορά κ’ ένα καιρό ντυνόσουνα στην τρίχα,
στις καλές σου πέταγες και κάνα κέρμα στους ζητιάνους, ε;
Ο κόσμος σούλεγε: Πρόσεχε, κούκλα, θα πέσεις όπου νάναι.
Νόμιζες πως απλώς πλάκα κάνανε.
Παλιά όλο γέλαγες με κείνους
που ήταν χαμένοι.
Τώρα δεν υψώνεις τη φωνή σου πολύ,..
δε δείχνεις τόσο αλαζονική,..
τώρα που πρέπει να παρακαλάς για ένα πιάτο φαΐ...
Πώς είναι;..
Πώς είναι
να μην έχεις σπίτι;..
Νάσαι σα μια ξένη εντελώς;..
Σα φτερό στον άνεμο;..
Στα καλύτερα σχολεία σε πήγανε, κυρία Μοναχική,
αλλά -το ξέρεις- μόνο να μπεκροπίνεις έμαθες εκεί.
Και κανείς δε σούμαθε ποτέ στους δρόμους πώς να ζήσεις.
Και τώρα συνειδητοποιείς πως πρέπει να το συνηθίσεις...
Έλεγες ότι ποτέ δε θα συμβιβαστείς
με κείνον τον παράξενο αλήτη, αλλά τώρ’ ανακαλύπτεις
πως άλλοθι δεν πουλάει.
Κοιτάς επίμονα τα μάτια του τα κενά
και τον ρωτάς: Θες να κάνουμε μια συμφωνία;
Πώς είναι;..
Πώς είναι
νάσαι τελείως μόνη;..
Χωρίς σπίτι να πας;..
Νάσαι σα μια ξένη εντελώς;..
Σα φτερό στον άνεμο;..
Δε γυρνούσες το κεφάλι ποτέ να δεις τους κατσουφιασμένους κλόουν και τους ζογκλέρ
όταν έρχονταν και κόλπα για σένα κάνανε.
Δεν κατάλαβες ποτέ ότι αυτό καλό δεν ήτανε,
δεν έπρεπε σ’ άλλους να βασίζεσαι.
Παλιά καβάλαγες το μεταλλικό άλογο με το διπλωμάτη σου,
πούχε στον ώμο του μια γάτα Σιαμαία.
Δεν είναι τάχα άσχημο να μαθαίνεις
ότι δεν ήταν αυτό που φαίνονταν;..
Αφού έκλεψε από σένα ό,τ’ είχε να κλέψει;..
Πώς είναι;..
Πώς είναι
νάσαι τελείως μόνη;..
Χωρίς σπίτι να πας;..
Νάσαι σα μια ξένη εντελώς;..
Σα φτερό στον άνεμο;..
Η πριγκηπέσα στο καμπαναριό, κι όλ’ οι ωραίοι τύποι
τριγύρω πίνουνε, σκέφτονται ότι τα καταφέρανε,
δίνουν δώρα πολύτιμα ο ένας στον άλλονε.
Μα τώρα καλύτερα το διαμαντένιο δαχτυλίδι βγάλ’ το, αγάπη μου, ενέχυρο βάλ’ το…
Ενθουσιαζόσουνα παλιά
με του Ναπολέοντα τα κουρέλια και τη λαλιά.
Πήγαινε σ’ αυτόν τώρα, σε φωνάζει, δε μπορείς όχι να πεις...
Όταν τίποτα δεν έχεις, δεν έχεις τίποτα να χάσεις...
Είσ’ αόρατη πια, δεν έχεις να κρύψεις μυστικά...