Ακόμη μισοζώντανος με τούτα τα παλιά μας τραγούδια,
ο σερβιτόρος λέει «πάμε, τώρα τελείωσε πραγματικά»,
καθώς όταν πέφτω, μετά πέφτω για όλα τα λεφτά,
δεν πρέπει να σταθείς, ξανά το ίδιο σε όλους δώσε.
Δε σταματώ και πλησιάζει ένα μπουκάλι - ποιος ξέρει ποιο;
Σε κώμα είμαι εξαιτίας σου, που δεν είσαι το πεπρωμένο μου,
σε χρειάζομαι να μου δώσεις αέρα, μα νοιάζεσαι τόσο,
τίποτα από μένα δεν υπάρχει, προφανώς να ξέρεις.
δε σταματώ και πλησιάζει ένα μπουκάλι - ποιος ξέρει ποιο;
Να σκοτωθώ δίχως σφαίρα και δίχως στάλα ιδρώτα,
σε χρειάζομαι να μου δώσεις αέρα, μα νοιάζεσαι τόσο,
τίποτα από μένα δεν υπάρχει, προφανώς να ξέρεις.
Κουρασμένος, χλωμός, ενώ όλα γύρω μου γυρίζουν,
για όλα είμαι έτοιμος να σκοτωθώ λίγο,
άραγε εγώ όταν πίνω μετά χτυπάω μέχρι θανάτου,
μα όταν σκοτώνομαι – άσε να σκοτωθώ στ' αλήθεια.
Δε σταματώ και πλησιάζει ένα μπουκάλι - ποιος ξέρει ποιο;
Σε κώμα είμαι εξαιτίας σου, που δεν είσαι το πεπρωμένο μου,
σε χρειάζομαι να μου δώσεις αέρα, μα νοιάζεσαι τόσο,
τίποτα από μένα δεν υπάρχει, προφανώς να ξέρεις.
δε σταματώ και πλησιάζει ένα μπουκάλι - ποιος ξέρει ποιο;
Να σκοτωθώ δίχως σφαίρα και δίχως στάλα ιδρώτα,
σε χρειάζομαι να μου δώσεις αέρα, μα νοιάζεσαι τόσο,
τίποτα από μένα δεν υπάρχει, προφανώς να ξέρεις.