Κάποτε όταν ήμουν κορίτσι
Εκείνο το σκοτάδι κρεμάστηκε στον ουρανό μου
Ήμουν γριά πριν μάθω να είμαι νέα
Αισθανόμουν σαν κρύα πέτρα μέχρι να μάθω πως να κλαίω
Και τα αγριόχορτα στο έδαφος έχουν μεγαλώσει μέσα απ’ το δέρμα μου
Παίρνοντας τη μοναχική καρδιά ενός κοριτσιού
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Για να ξεχάσω ότι έχω διαλυθεί
Τ’ αγκάθια στις τριανταφυλλιές κόβουν το δέρμα μου
Οι γύπες έπεσαν κάτω και μετά ράμφισαν1
Ό,τι υπάρχει στην επιφάνεια, ήταν μια μικρή ρωγμή
Κι από κάτω ήταν ένα γιγαντιαίο ναυάγιο
Έτσι, έσκυψα το κεφάλι μου κι αντιμετώπισα τα χτυπήματα
Με την ελπίδα πως σύντομα θα ήμουν ελεύθερη να πάω εκεί όπου μεγαλώνουν τα κλεμμένα τριαντάφυλλα
Για να ξεχάσω τη κακή ανάμνηση
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Και τα αγριόχορτα στο έδαφος έχουν μεγαλώσει μέσα απ’ το δέρμα μου
Παίρνοντας τη μοναχική καρδιά ενός κοριτσιού
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Για να ξεχάσω ότι έχω διαλυθεί
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
Θα πάω εκεί όπου τα κλεμμένα τριαντάφυλλα μεγαλώνουν
1. επεξ. || χτυπώ κάτι/κάποιον με το ράμφος μου