Θα `ρθω, θα `ρθω ένα βράδυ, στρέφοντας στο δρόμο που με παίρνει,
θα `ρθω, θα `ρθω να σ’ εβρω μοναχό.
Ἡ Ἑσπέρα τις λεπτές σκιὲς νωχελικά θα σέρνει,
περνώντας στο μοναχικό, περνώντας στο μοναχικό,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.
Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτείς και θα `ναι
βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμμένα.
Πλάι πλάι θα καθίσουμε. Θα πούμε για όσα πάνε,
όσα προτού τα χάσουμε, όσα προτού τα χάσουμε, όσα προτού τα χάσουμε
μας είναι πεθαμένα,
για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν’ ἀληθέψει,
για τη φθορά, και σιγαλιά στη σκοτεινή ησυχία
θα σβήσει η ὁμιλία μας, θα σβήσει η ομιλία μας κ’ η τελευταία σκέψη.
Μα η νύχτα στο παράθυρο θα ρθει να σταματήσει
Μύρα κι ανταύγειες αστεριών κι αύρες θ’ ἀνακατέψη
με το μεγάλο κάλεσμα που θ’ ἀποπνέει η Φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή, με την καρδιά σου που η σιωπή,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψει.