Γράφαν οι καλαμαράδες
όσο έκοβε ο νους.
Κι όλους τους χαρτογιακάδες
μας τους κάνανε θεούς.
Κόλπο ήτανε στημένο,
φαύλο το κατεστημένο.
Κι από το κατεστημένο
κόλπο ήτανε στημένο.
Γράφαν οι καλαμαράδες,
να λεζάντες, να εφέ.
Άλλοι παίρναν τους παράδες
κι άλλοι ούτε για καφέ.
Γράφαν οι καλαμαράδες
λαδωμένοι απ’ τους νονούς.
Τα ’παιρναν οι αφεντάδες.
Τι τους ένοιαζε αυτούς;