Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση παρά το ίδιο μας το κορμί.
Κι όμως δε θέλαμε να το πιστέψουμε, επιμέναμε.
Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες,
κι άλλες τέτοιες υπέροχες και μάταιες υπερβολές.
Μα όταν κείνο το βράδυ σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλοί
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι άδειο, σαν ένας τάφος
που ζητάει το νεκρό του, και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου,
κι εγώ καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα, έκλαψα-έκλαψα
τότε ατέλειωτα, καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα ξένοι.