Μέσα στην πόλη τη ζωή μου πια τη χάλασα
κι η φτερωτή μου μηχανή δεν πάει πιο πέρα.
Περνώ ποτάμια και βουνά, περνώ τη θάλασσα,
όμως παντού ρουφάω βρώμικο αέρα.
Κυνηγημένος βγήκα πια στο περιθώριο,
τρέχω να φύγω και τη νύχτα κάνω μέρα.
Μια κατηφόρα έχω πάρει δίχως όριο,
γιατί συνήθισα τον βρώμικο αέρα.
Να ο πρεζάκιας λένε όλοι σαν με βλέπουνε,
μοιάζω με πλοίο που το ρίξανε στην ξέρα.
Θέλω ν’ αλλάξω και τον κόσμο να μην ντρέπομαι,
όμως συνήθισα τον βρώμικο αέρα.
Εκεί που έφτασε η ζωή μου συλλογίζομαι,
να τη διακόψω οριστικά με μία σφαίρα.
Έτσι θα πάψω μοναχά να βασανίζομαι
και θα γλιτώσω από τον βρώμικο αέρα.