"Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.
Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε•
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται πως κλαίνε.
Να σε χαρεί κι η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
όπου ’ναι σαν αμέτρητα, ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σχολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια.
Στα χείλη σου τα ρόδινα πού τα 'βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ Έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.
Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ’ εμέ, πουλί μου,
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.
Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή τόσφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.
Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.