Στις ανηφόρες του ουρανού θέλει πολύ κουράγιο
να βρεις μιαν αδερφή ψυχή και να ανταμώσεις άγιο.
Να κάνεις σάλτο στις φωτιές να μη σε καψαλίζουν,
να καις τις αμαρτίες σου, να μη σε βασανίζουν.
Ψηλά στις χώρες του ουρανού δε θέλει διαβατήριο
δεν έχει, σύνορα, σταθμούς δρόμους του γυρισμού.
Έχει ερημιές που ήταν πηγές, φλόγες που γίναν πάγοι,
έχει σπηλιές που τις φυλάν μάγοι του πειρασμού.
Στα ερημοκλήσια του ουρανού χαράξανε σημάδι
όσοι δε χόρτασαν ψωμί κι όσοι δεν πήραν χάδι.
Μες σε λημέρια μυστικά οι φίλοι αγρυπνούνε
για όσους ξέρουν να πονούν για όσους δεν ξεχνούν.
Φυλάνε το άχραντο φιλί το αμάραντο τραγούδι
το πάθος το αστείρευτο το άπιαστο πουλί.
Σαράντα χρόνια στο κουπί πενήντα στο καρτέρι
για να αξιωθούν αντίδωρο κι αρχάγγελου φωνή.
Ο τούρκικος στίχος στα ελληνικά:
(Ίσως να 'χεις πια ξεχάσει
πως είμαι ακόμη τρελή για σένα
έλα, πέρασαν τα χρόνια
μα η καρδιά μου έχει τη φρεσκάδα της άνοιξης.
Θυμήσου δεν είμαι ούτε δίπλα σου
ούτε πολύ μακριά σου
αχ αγαπημένε μην πεισμώνεις, κάψε τα γαλάζια γράμματα.
Ίσως να έχουμε πια ξεχάσει ο ένας τον άλλον
έλα, πέρασαν τα χρόνια μα η καρδιά μου
έχει τη φρεσκάδα της άνοιξης.
Φέξε φεγγάρι, κρύψου ήλιε,
σώσε με από το ντέρτι μου
ας καίγεται η φωτιά του έρωτα λίγο-λίγο
η καρδιά μου είναι αλήτισσα.
Κλαίνε οι εποχές, ψυχή μου, οι μέρες είναι γεμάτες λύπη
ο πόνος αγκαλιάζει το είναι μου, μέχρι και τον κόσμο των ονείρων.