Εγώ που λες γεννήθηκα στα τέλη του εξήντα
και όπου να ‘ναι γίνονται τα χρόνια μου πενήντα.
Κι έτσι που λες μεγάλωνα κοντά σ' ένα λιμάνι
κι αν θες να ξέρεις μάτια μου μ' έχουν βαφτίσει Γιάννη.
Αμάν, αμάν σ' έχουν βαφτίσει Γιάννη.
Πήγα σχολειό και τα 'μαθα τα γράμματα απ' έξω.
Που να 'ξερα πως η Ελλάς θα είχε πέσει έξω.
Παντρεύτηκα μια κοπελιά παιδιά έκανα τρία
Και μέρα νύχτα δούλευα από τα δεκατρία.
Αμάν, αμάν από τα δεκατρία.
Και φτιάξαμε το σπίτι μας στ’ απ’ όξω της Ραφήνας
κι ουρλιάζαν τα ραδιόφωνα έρχονται μέρες πείνας.
Και το 'σκασε η γυναίκα μου με τα παιδιά μου όλα
κι έκλαιγα και οι φίλοι μου μου λέγανε ξεκόλλα.
Αμάν, αμάν σου λέγαμε ξεκόλλα.
Ώσπου κάποιο απόγευμα νομίζω του Σαββάτου
μου 'ρθε και του 'δωσα κλοτσιά του ψεύτη του θανάτου.
Κι είπα θα ζήσω κι ας μου λεν να σκύβω το κεφάλι
όσοι έχουν πέσει χαμηλά ψηλά θ' ανέβουν πάλι.
Αμάν, αμάν ψηλά θ' ανέβουν πάλι.
Κι έτσι με την γυναίκα μου βάλαμε πάλι βέρες
θα 'ρθουν καινούριες εποχές θα ‘ρθουν καινούριες μέρες.
Γιατί εγώ μεγάλωσα κοντά σ' ένα λιμάνι
κι αν θες να ξέρεις μάτια μου μ' έχουν βαφτίσει Γιάννη
Αμάν, αμάν μ' έχουν βαφτίσει Γιάννη.
Αμάν, αμάν σ' έχουν βαφτίσει Γιάννη.