Γλυκά πονούσε το μαχαίρι,
έσταζε μέλι η μαχαιριά.
Και πέθαινα στην αμμουδιά
πέρσυ το καλοκαίρι.
Και πέθαινα στην αγκαλιά σου
κι έκλαιγες μ’ αναφιλητά...
Και πέφταν πάνω μου λυτά
τα ζωντανά μαλλιά σου.
Και γύρευες να μ’ αναστήσεις
με το αθάνατο νερό...
Κι ήταν το στόμα μου ξερό
σαν στερεμένης βρύσης.
Κι έσκυψες πάνω στην καρδιά μου
σαν ανθισμένη γιασεμιά...
Και η ζεστή σου ανασεμιά
μ’ ανάστησε καρδιά μου.