Θροΐζει τ`αλμυρό νερό
σαν φύλλο σ`άστατο καιρό
και σαν πανάκι σπαρταρά
να τρέξει η βάρκα πιο γοργά.
Κόκκινη άμμος που κυλά
μέσα από δάχτυλα υγρά
στις χαραμάδες σταματά
να στάξει χάμω δε ζητά.
Βάρκα γερμένη στην ακτή
μέχρι το κύμα να φανεί
ορμά, της βρέχει τα κουπιά
και την τραβά προς τα βαθιά.
Στου στέρνου το γυμνό γιαλό
ανθίζει άρωμα απαλό
μυρίζω κι ανασταίνομαι
το λησμονώ, μαραίνομαι.