Ξημέρωσε το καλοκαίρι
κι ήρθε ο ήλιος να το δει και πύρωσε.
Ξημέρωσε κι όσα ο ύπνος
είχε χθες βράδυ ορκιστεί τα πλήρωσε.
Κι είναι το πρώτο φως της μέρας
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ’ αγαπάς.
Κι έγινε η μέρα μεσημέρι
κι ήταν οι άνθρωποι βιαστικοί και τρέχανε.
Κι είχανε τ’ όνειρο στο χέρι,
το βγάζαν βόλτα σαν σκυλί που πέθανε.
Κι είν’ ένα φως το μεσημέρι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς
σαν μ’ αγαπάς.
Κοίτα πώς γέρνει τώρα ο ήλιος
και μεγαλώνει τις σκιές στα χώματα.
Και πώς κοιτάζουν προς τα μέσα
κι αφήνουν να τα φανταστείς τα χρώματα.
Κι είν’ ένα φως μες το σκοτάδι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ’ αγαπάς.